Θεσσαλονικιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Θεσσαλονικιά | οι | Θεσσαλονικιές |
γενική | της | Θεσσαλονικιάς | των | Θεσσαλονικιών |
αιτιατική | τη | Θεσσαλονικιά | τις | Θεσσαλονικιές |
κλητική | Θεσσαλονικιά | Θεσσαλονικιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Θεσσαλονικιά < Θεσσαλονικ-(ιός) + -ιά [1]
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΘεσσαλονικιά θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Θεσσαλονικιός
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη Θεσσαλονίκη
Μεταφράσεις
επεξεργασίαγια γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Θεσσαλονικιός
Θεσσαλονικιά
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ "-ιός" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας