↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Θεσπιεύς οἱ Θεσπιεῖς - Θεσπιῆς*
      γενική τοῦ Θεσπιέως
Θεσπιῶς
τῶν Θεσπιέων
Θεσπιῶν
      δοτική τῷ Θεσπιεῖ τοῖς Θεσπιεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Θεσπιέ
Θεσπι
τοὺς Θεσπιέᾱς
Θεσπιᾶς
     κλητική ! Θεσπιεῦ Θεσπιεῖς - Θεσπιῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Θεσπι1 ή Θεσπιεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  Θεσπιέοιν
Κλίνεται όπως το βασιλεύς με επιπλέον συνηρημένους τύπους.
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'ἁλιεύς' όπως «ἁλιεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Θεσπιεύς < Θεσπιαί + -εύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Θεσπιεύς αρσενικό (θηλυκό Θεσπιάς)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Θεσπιεύς αρσενικό

  Αναφορές

επεξεργασία