Θεσπιές
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | Θεσπιές | ||
γενική | των | Θεσπιών | ||
αιτιατική | τις | Θεσπιές | ||
κλητική | Θεσπιές | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Θεσπιές < αρχαία ελληνική Θεσπιαί
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /θe.spiˈes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Θε‐σπι‐ές