Θεολογίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /θe.o.loˈʝi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Θε‐ο‐λο‐γί‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Θεολογίτης < Θεολόγ(ος) + -ίτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Θεολογίτης αρσενικό (θηλυκό Θεολογίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Θεολόγος ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά επεξεργασία
- Θεολόγος
- Θεολογίτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Θεολογίτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Θεολογίτης | οι | Θεολογίτηδες |
γενική | του | Θεολογίτη* | των | Θεολογίτηδων |
αιτιατική | τον | Θεολογίτη | τους | Θεολογίτηδες |
κλητική | Θεολογίτη | Θεολογίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Θεολογίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Θεολογίτης < πατριδωνυμικό Θεολογίτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Θεολογίτης αρσενικό (θηλυκό Θεολογίτη ή Θεολογίτου)