Θαλασσοχωρίτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Θαλασσοχωρίτης < Θαλασσοχώρ(ι) + -ίτης < θαλασσο-, χωριό
Κύριο όνομα επεξεργασία
Θαλασσοχωρίτης αρσενικό (θηλυκό Θαλασσοχωρίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από το Θαλασσοχώρι ή κατοικεί εκεί
Μεταφράσεις επεξεργασία
Θαλασσοχωρίτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Θαλασσοχωρίτης | οι | Θαλασσοχωρίτηδες |
γενική | του | Θαλασσοχωρίτη* | των | Θαλασσοχωρίτηδων |
αιτιατική | τον | Θαλασσοχωρίτη | τους | Θαλασσοχωρίτηδες |
κλητική | Θαλασσοχωρίτη | Θαλασσοχωρίτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Θαλασσοχωρίτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Θαλασσοχωρίτης < πατριδωνυμικό Θαλασσοχωρίτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Θαλασσοχωρίτης αρσενικό (θηλυκό Θαλασσοχωρίτη ή Θαλασσοχωρίτου)