Ζωριάνο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Ζωριάνο | τα | Ζωριάνα |
γενική | του | Ζωριάνου | των | Ζωριάνων |
αιτιατική | το | Ζωριάνο | τα | Ζωριάνα |
κλητική | Ζωριάνο | Ζωριάνα | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Ζωριάνο < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /zoɾˈʝa.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ζω‐ριά‐νο
Κύριο όνομα επεξεργασία
Ζωριάνο ουδέτερο
- χωριό της Φωκίδας, άλλη μορφή του Ζωριάνος