Ζελιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /zeˈʎo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ζε‐λιώ‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ζελιώτης | οι | Ζελιώτες |
γενική | του | Ζελιώτη | των | Ζελιωτών |
αιτιατική | τον | Ζελιώτη | τους | Ζελιώτες |
κλητική | Ζελιώτη | Ζελιώτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΖελιώτης αρσενικό (θηλυκό Ζελιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από το Ζέλι ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία Ζελιώτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ζελιώτης | οι | Ζελιώτηδες |
γενική | του | Ζελιώτη* | των | Ζελιώτηδων |
αιτιατική | τον | Ζελιώτη | τους | Ζελιώτηδες |
κλητική | Ζελιώτη | Ζελιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Ζελιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Ζελιώτης < πατριδωνυμικό Ζελιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΖελιώτης αρσενικό (θηλυκό Ζελιώτη ή Ζελιώτου)