Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υδρόφοβος η υδρόφοβη το υδρόφοβο
      γενική του υδρόφοβου της υδρόφοβης του υδρόφοβου
    αιτιατική τον υδρόφοβο την υδρόφοβη το υδρόφοβο
     κλητική υδρόφοβε υδρόφοβη υδρόφοβο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υδρόφοβοι οι υδρόφοβες τα υδρόφοβα
      γενική των υδρόφοβων των υδρόφοβων των υδρόφοβων
    αιτιατική τους υδρόφοβους τις υδρόφοβες τα υδρόφοβα
     κλητική υδρόφοβοι υδρόφοβες υδρόφοβα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

υδρόφοβος < αρχαία ελληνική ὑδρόφοβος

  Επίθετο επεξεργασία

υδρόφοβος

  1. (ιατρική) που πάσχει από υδροφοβία
  2. (φυσική) που απωθείται από το νερό
     αντώνυμα: υδρόφιλος

  Μεταφράσεις επεξεργασία