Δείτε επίσης: εσκϊάς

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκιάς < τουρκική eşkıya

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈscas/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκιάς οι σκιάδες
      γενική του σκιά των σκιάδων
    αιτιατική τον σκιά τους σκιάδες
     κλητική σκιά σκιάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

σκιάς αρσενικό

  1. (παρωχημένο) κακοποιός, ληστής
  2. (παρωχημένο, κατ’ επέκταση) άνθρωπος απότομος και άξεστος

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sciˈas/

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

σκιάς θηλυκό