προλίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προλίνη | οι | προλίνες |
γενική | της | προλίνης | των | προλινών |
αιτιατική | την | προλίνη | τις | προλίνες |
κλητική | προλίνη | προλίνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προλίνη < (άμεσο δάνειο) γερμανική Prolin
Ουσιαστικό επεξεργασία
προλίνη θηλυκό
- (βιολογία) ένα από τα είκοσι αμινοξέα που βρίσκονται συνήθως στην πρωτεΐνη.
- (βιοχημεία, αμινοξύ) μη απαραίτητο αμινοξύ με τύπο C5H9NO2 και σύμβολο Pro ή P