ξερόψωμο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξερόψωμο | τα | ξερόψωμα |
γενική | του | ξερόψωμου | των | ξερόψωμων |
αιτιατική | το | ξερόψωμο | τα | ξερόψωμα |
κλητική | ξερόψωμο | ξερόψωμα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ξερόψωμο < ξερό- + -ψωμο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
ξερόψωμο ουδέτερο
- το ψωμί που έχει ξεραθεί, που δεν είναι φρέσκο
- το ψωμί που τρώγεται σκέτο, χωρίς συνοδευτικό φαγητό ή προσφάι
Μεταφράσεις επεξεργασία
ξερόψωμο
|