Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ξερόψωμο τα ξερόψωμα
      γενική του ξερόψωμου των ξερόψωμων
    αιτιατική το ξερόψωμο τα ξερόψωμα
     κλητική ξερόψωμο ξερόψωμα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξερόψωμο < ξερό- + -ψωμο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ξερόψωμο ουδέτερο

(γαστρονομία)
  1. το ψωμί που έχει ξεραθεί, που δεν είναι φρέσκο
     συνώνυμα: μπαγιάτικο
  2. το ψωμί που τρώγεται σκέτο, χωρίς συνοδευτικό φαγητό ή προσφάι

  Μεταφράσεις επεξεργασία