Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοινωνός οι κοινωνοί
      γενική του κοινωνού των κοινωνών
    αιτιατική τον κοινωνό τους κοινωνούς
     κλητική κοινωνέ κοινωνοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κοινωνός < αρχαία ελληνική κοινωνός < κοινός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κοινωνός αρσενικό ή θηλυκό

  1. άτομο που συμμετέχει σε κάποιο γεγονός
     συνώνυμα: συμμέτοχος
  2. άτομο που μαθαίνει εμπεριστατωμένα τα γεγονότα και αισθάνεται σαν να παραβρισκόταν εκεί όπου συνέβησαν

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία