Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δεκαεξαδικός η δεκαεξαδική το δεκαεξαδικό
      γενική του δεκαεξαδικού της δεκαεξαδικής του δεκαεξαδικού
    αιτιατική τον δεκαεξαδικό τη δεκαεξαδική το δεκαεξαδικό
     κλητική δεκαεξαδικέ δεκαεξαδική δεκαεξαδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δεκαεξαδικοί οι δεκαεξαδικές τα δεκαεξαδικά
      γενική των δεκαεξαδικών των δεκαεξαδικών των δεκαεξαδικών
    αιτιατική τους δεκαεξαδικούς τις δεκαεξαδικές τα δεκαεξαδικά
     κλητική δεκαεξαδικοί δεκαεξαδικές δεκαεξαδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεκαεξαδικός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

δεκαεξαδικός, -ή, -ό

  1. (γενικότερα) που αποτελείται από δεκαέξι
  2. (μαθηματικά, πληροφορική) που ανήκει στο δεκαεξαδικό σύστημα αρίθμησης το οποίο έχει σαν βάση το δεκαέξι (ψηφίο F) και τα ψηφία 0, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9, A, B, C, D, E και F [1]
    χρησιμοποιείται ευρύτατα στην πληροφορική γιατί ένα ψηφίο του μπορεί να αναπαραστήσει τέσσερα bits
    Δείτε επίσης: 0x (συμβολισμός στην πληροφορική)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Κολοκυθάς, Κωνσταντίνος (2015), Ψηφιακά Μέσα στις Οπτικοακουστικές Τέχνες, Κεφάλαιο 1, σελ. 8, από repository.kallipos.gr. Προσπέλαση 2020-07-06.