βασταγή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βασταγή | οι | βασταγές |
γενική | της | βασταγής | των | βασταγών |
αιτιατική | τη | βασταγή | τις | βασταγές |
κλητική | βασταγή | βασταγές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- βασταγή < (ελληνιστική κοινή) βασταγή
Ουσιαστικό επεξεργασία
βασταγή θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- βασταγερά
- βασταγερός
- → δείτε τη λέξη βαστώ