αβασταγή
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αβασταγή | οι | αβασταγές |
γενική | της | αβασταγής | των | αβασταγών |
αιτιατική | την | αβασταγή | τις | αβασταγές |
κλητική | αβασταγή | αβασταγές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αβασταγή < α προτακτικό + βασταγή
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
αβασταγή θηλυκό
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του βασταγή
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αβασταγή
|