Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποβραδινός η αποβραδινή το αποβραδινό
      γενική του αποβραδινού της αποβραδινής του αποβραδινού
    αιτιατική τον αποβραδινό την αποβραδινή το αποβραδινό
     κλητική αποβραδινέ αποβραδινή αποβραδινό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποβραδινοί οι αποβραδινές τα αποβραδινά
      γενική των αποβραδινών των αποβραδινών των αποβραδινών
    αιτιατική τους αποβραδινούς τις αποβραδινές τα αποβραδινά
     κλητική αποβραδινοί αποβραδινές αποβραδινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποβραδινός < αποβραδίς + -ινός < μεσαιωνική ελληνική αποβραδίς

  Επίθετο επεξεργασία

αποβραδινός, -ή, -ό

  1. που γίνεται το απόβραδο
  2. χτεσινοβραδινός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία