Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απελευθέρωση οι απελευθερώσεις
      γενική της απελευθέρωσης* των απελευθερώσεων
    αιτιατική την απελευθέρωση τις απελευθερώσεις
     κλητική απελευθέρωση απελευθερώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απελευθερώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απελευθέρωση < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀπελευθέρωσις[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απελευθέρωση θηλυκό

  1. η ενέργεια του ρήματος απελευθερώνω, το να απελευθερώνεις κάποιον
    στις 26 Οκτωβρίου εορτάζεται η απελεύθερωση της Θεσσαλονίκης

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία