Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανταποδίδω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνταποδίδωμι με μεταπλασμό κατά το σχήμα δίδωμι < δίδω. Συγχρονικά αναλύεται σε αντ- + αποδίδω < απο- + δίδω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /an.da.poˈði.ðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ντα‐πο‐δί‐δω

  Ρήμα επεξεργασία

ανταποδίδω, αόρ.: ανταπέδιδα, παθ.φωνή: ανταποδίδομαι, π.αόρ.: ανταποδόθηκα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία