Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Θεοτόκος
      γενική της Θεοτόκου
    αιτιατική τη Θεοτόκο
     κλητική Θεοτόκε
Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Θεοτόκος < μεσαιωνική ελληνική Θεοτόκος < ελληνιστική κοινή θεοτόκος < αρχαία ελληνική θεός + τίκτω, μορφολογικά αναλύεται θεο- + -τόκος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /θe.oˈto.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Θε‐ο‐τό‐κος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Θεοτόκος θηλυκό

  1. (χριστιανισμός, θεωνύμιο) η μητέρα του Ιησού Χριστού, η Παναγία
  2. ονομασία οικισμών της Ελλάδας

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία