Δρόσογλου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
κοινού γένους | αρσενικό | κοινού γένους | ||||
ονομαστική | ο/η | Δρόσογλου | οι | Δρόσογλοι & Δροσογλαίοι |
οι | Δρόσογλου |
γενική | του/της | Δρόσογλου | των | Δρόσογλων & Δροσογλαίων |
των | Δρόσογλου |
αιτιατική | τον/τη | Δρόσογλου | τους | Δρόσογλους & Δροσογλαίους |
τους/τις | Δρόσογλου |
κλητική | Δρόσογλου | Δρόσογλοι & Δροσογλαίοι |
Δρόσογλου | |||
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό. | ||||||
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Καμπούρογλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Δρόσογλου < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈðɾo.so.ɣlu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δρό‐σο‐γλου
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔρόσογλου αρσενικό ή θηλυκό