Δρυμονάρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Δρυμονάρι | τα | Δρυμονάρια |
γενική | του | Δρυμοναριού | των | Δρυμοναριών |
αιτιατική | το | Δρυμονάρι | τα | Δρυμονάρια |
κλητική | Δρυμονάρι | Δρυμονάρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Δρυμονάρι < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðɾi.moˈna.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δρυ‐μο‐νά‐ρι
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔρυμονάρι ουδέτερο