ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Δρυμιεύς οἱ Δρυμιεῖς - Δρυμιῆς*
      γενική τοῦ Δρυμιέως
Δρυμιῶς
τῶν Δρυμιέων
Δρυμιῶν
      δοτική τῷ Δρυμιεῖ τοῖς Δρυμιεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Δρυμιέ
Δρυμι
τοὺς Δρυμιέᾱς
Δρυμιᾶς
     κλητική ! Δρυμιεῦ Δρυμιεῖς - Δρυμιῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Δρυμι1 ή Δρυμιεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  Δρυμιέοιν
Κλίνεται όπως το βασιλεύς με επιπλέον συνηρημένους τύπους.
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'ἁλιεύς' όπως «ἁλιεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Δρυμιεύς < Δρυμί(α) + -εύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Δρυμιεύς αρσενικό

Άλλες μορφές

επεξεργασία