Δρεπανιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðɾe.paˈɲo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δρε‐πα‐νιώ‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΔρεπανιώτης αρσενικό (θηλυκό Δρεπανιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Δρέπανο ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασία- Δρέπανο
- Δρεπανιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Δρεπανιώτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Δρεπανιώτης | οι | Δρεπανιώτηδες |
γενική | του | Δρεπανιώτη* | των | Δρεπανιώτηδων |
αιτιατική | τον | Δρεπανιώτη | τους | Δρεπανιώτηδες |
κλητική | Δρεπανιώτη | Δρεπανιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Δρεπανιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Δρεπανιώτης < πατριδωνυμικό Δρεπανιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔρεπανιώτης αρσενικό (θηλυκό Δρεπανιώτη ή Δρεπανιώτου)