Δείτε επίσης: δρέπανο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Δρέπανο τα Δρέπανα
      γενική του Δρεπάνου
Δρέπανου
των Δρεπάνων
    αιτιατική το Δρέπανο τα Δρέπανα
     κλητική Δρέπανο Δρέπανα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Δρέπανο < δρέπανο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈðɾe.pa.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δρέ‐πα‐νο

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Δρέπανο ουδέτερο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία