Δρεμισιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðɾe.miˈsço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δρε‐μι‐σιώ‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Δρεμισιώτης αρσενικό (θηλυκό Δρεμισιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από τη Δρέμισα ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά επεξεργασία
- Δρέμισα
- Δρεμισιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Δρεμισιώτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Δρεμισιώτης | οι | Δρεμισιώτηδες |
γενική | του | Δρεμισιώτη* | των | Δρεμισιώτηδων |
αιτιατική | τον | Δρεμισιώτη | τους | Δρεμισιώτηδες |
κλητική | Δρεμισιώτη | Δρεμισιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Δρεμισιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Δρεμισιώτης < πατριδωνυμικό Δρεμισιώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Δρεμισιώτης αρσενικό (θηλυκό Δρεμισιώτη ή Δρεμισιώτου)