Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Δρέμισα οι Δρέμισες
      γενική της Δρέμισας των Δρεμισών
    αιτιατική τη Δρέμισα τις Δρέμισες
     κλητική Δρέμισα Δρέμισες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Δρέμισα < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈðɾe.mi.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Δρέ‐μι‐σα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δρέμισα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ΦΕΚ Α 89, 4 Μαρτίου 1915 (λήψη αρχείου PDF)