Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το Δούσικο
      γενική του Δούσικου
Δουσίκου
    αιτιατική το Δούσικο
     κλητική Δούσικο
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Δούσικο < αλβανική dushkoj / dushk / drushk < πρωτοαλβανική *druška / *druwa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *druh₂-ó-m < *dóru (συγγενές με την αρχαία ελληνική δρῦς)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Δούσικο ουδέτερο

  1. (παρωχημένο, λόγιο) χωριό της Ελλάδας, ο σημερινός Άγιος Βησσαρίωνας Τρικάλων
    ※ Το Δούσικο, λοιπόν, είναι σαφώς μια προϋπάρχουσα βυζαντινή μονή, η οποία, σύμφωνα με τα ως σήμερα γνωστά, διήνυσε μιαν ιδιαίτερα σκοτεινή περίοδο σχεδόν ενάμιση αιώνα από την έναρξη των οθωμανικών επιδρομών στην καταρρέουσα βυζαντινή Θεσσαλία ως την εποχή του μητροπολίτου Βησσαρίωνα. Συνεπώς, κατά το 15OO, όταν ξεκίνησε την εκκλησιαστική του πορεία ο νεαρώτατος Βησσαρίων, δεν υπήρχε αυτόνομο μοναστηριακό καθίδρυμα στην ιδιαίτερή του πατρίδα, την Πόρτα Παναγιά. Εξακολουθούσε όμως να λειτουργεί, έστω και υποτυπωδώς, κάποιο μοναστήρι στην παρά­πλευρη πλαγιά πάνω από το χωριό Δούσικο; Με βάση τα ως σήμερα μελετηθέντα οθωμανικά τουρκικά έγγραφα η απάντηση είναι θετική. (Ιωάννης Αλεξανδρόπουλος, «Τα οθωμανικά τουρκικά έγγραφα της ιεράς μονής Σωτήρος Δουσίκου. Η μονή ως τα μέσα του 16ου αιώνα», Τρικαλινά, 14 (1994) 103)
  2. (λόγιο) μονή αφιερωμένη στον Άγιο Βησσαρίωνα έξω από το ως άνω χωριό

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία