Δοκός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Δοκός | οι | Δοκοί |
γενική | του | Δοκού | των | Δοκών |
αιτιατική | τον | Δοκό | τους | Δοκούς |
κλητική | Δοκέ | Δοκοί | ||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός - κλίση: ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Δοκός < δοκός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðoˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δο‐κός
- ⓘ
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔοκός αρσενικό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Δοκός στη Βικιπαίδεια