Δισλιόγλου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | 2ος πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|---|
κοινού γένους | αρσενικό | κοινού γένους | ||||
ονομαστική | ο/η | Δισλιόγλου | οι | Δισλιόγλοι & Δισλιογλαίοι |
οι | Δισλιόγλου |
γενική | του/της | Δισλιόγλου | των | Δισλιόγλων & Δισλιογλαίων |
των | Δισλιόγλου |
αιτιατική | τον/τη | Δισλιόγλου | τους | Δισλιόγλους & Δισλιογλαίους |
τους/τις | Δισλιόγλου |
κλητική | Δισλιόγλου | Δισλιόγλοι & Δισλιογλαίοι |
Δισλιόγλου | |||
Παραμένει άκλιτο. Το αρσενικό έχει επιπλέον κλιτές μορφές στον πληθυντικό. | ||||||
Ονοματεπώνυμα -Κατηγορία όπως «Σαρόγλου» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΔισλιόγλου αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο