Διονυσιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðʝo.niˈsço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Διο‐νυ‐σιώ‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- Διονυσιώτης < Διόνυσ(ος) + -ιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔιονυσιώτης αρσενικό (θηλυκό Διονυσιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Διόνυσος ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασία- Διόνυσος
- Διονυσιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Διονυσιώτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Διονυσιώτης | οι | Διονυσιώτηδες |
γενική | του | Διονυσιώτη* | των | Διονυσιώτηδων |
αιτιατική | τον | Διονυσιώτη | τους | Διονυσιώτηδες |
κλητική | Διονυσιώτη | Διονυσιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Διονυσιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Διονυσιώτης < πατριδωνυμικό Διονυσιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔιονυσιώτης αρσενικό (θηλυκό Διονυσιώτη ή Διονυσιώτου)