Δεσφινιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðe.sfiˈɲo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δε‐σφι‐νιώ‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Δεσφινιώτης αρσενικό (θηλυκό Δεσφινιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από τη Δεσφίνα ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά επεξεργασία
- Δεσφίνα
- Δεσφινιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Δεσφινιώτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Δεσφινιώτης | οι | Δεσφινιώτηδες |
γενική | του | Δεσφινιώτη* | των | Δεσφινιώτηδων |
αιτιατική | τον | Δεσφινιώτη | τους | Δεσφινιώτηδες |
κλητική | Δεσφινιώτη | Δεσφινιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Δεσφινιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Δεσφινιώτης < πατριδωνυμικό Δεσφινιώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Δεσφινιώτης αρσενικό (θηλυκό Δεσφινιώτη ή Δεσφινιώτου)