Δεσφίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Δεσφίνα | οι | Δεσφίνες |
γενική | της | Δεσφίνας | — | |
αιτιατική | τη | Δεσφίνα | τις | Δεσφίνες |
κλητική | Δεσφίνα | Δεσφίνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Δεσφίνα < λόγιος τύπος του Ντεσφίνα < βενετική De Spina ή ιταλική De Spina, (ίσως αρχικά επώνυμο από την ιταλική spina (αγκάθι))[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðeˈsfi.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δε‐σφί‐να
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΔεσφίνα θηλυκό
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Δεσφίνα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης Γεώργιος, (2022). Λεξικό κυρίων ονομάτων (Α΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας Ι.Κ.Ε.