Δεσφίνα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Δεσφίνα | οι | Δεσφίνες |
γενική | της | Δεσφίνας | — | |
αιτιατική | τη | Δεσφίνα | τις | Δεσφίνες |
κλητική | Δεσφίνα | Δεσφίνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Δεσφίνα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðeˈsfi.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δε‐σφί‐να
Κύριο όνομα επεξεργασία
Δεσφίνα θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Δεσφίνα στη Βικιπαίδεια