Δερελί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Δερελί | τα | Δερελιά |
γενική | του | Δερελιού | των | Δερελιών |
αιτιατική | το | Δερελί | τα | Δερελιά |
κλητική | Δερελί | Δερελιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Δερελί < τουρκική • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðe.ɾeˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Δε‐ρε‐λί
Κύριο όνομα επεξεργασία
Δερελί ουδέτερο
- (παρωχημένο) πρώην ονομασία οικισμών της Ελλάδας, των Γόννων Λάρισας[1] και του Περιβολιού Φθιώτιδας[2]