Δείτε επίσης: γράνας
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Γρανάς οι Γρανάδες
      γενική του Γρανά των Γρανάδων
    αιτιατική τον Γρανά τους Γρανάδες
     κλητική Γρανά Γρανάδες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Γρανάς < σλαβικής προέλευσης grana (όριο, διαχωριστική γραμμή)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɣɾaˈnas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γρα‐νάς

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Γρανάς αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία