Γκιώνης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Γκιώνης < αλβανική Gjon (≈Ιωάννης) + -ης < ελληνιστική κοινή Ἰωάννης (αντιδάνειο) < εβραϊκή יוחנן (Yōḥānān) < יהוחנן (Yəhōḥānān: ο θεός είναι ελεήμων)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɟo.nis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γκιώ‐νης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Γκιώνης αρσενικό (θηλυκό Γκιώνη)