Γιαννιτσιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ʝa.niˈt͡sço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γιαν‐νι‐τσιώ‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Γιαννιτσιώτης < Γιαννιτσ(ά) ή Γιαννίτσ(ι) + -ιώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Γιαννιτσιώτης αρσενικό (θηλυκό Γιαννιτσιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από τα Γιαννιτσά ή το Γιαννίτσι ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά επεξεργασία
- Γιαννιτσά / Γιαννίτσι
- γιαννιτσιώτικος
- Γιαννιτσιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Γιαννιτσιώτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Γιαννιτσιώτης | οι | Γιαννιτσιώτηδες |
γενική | του | Γιαννιτσιώτη* | των | Γιαννιτσιώτηδων |
αιτιατική | τον | Γιαννιτσιώτη | τους | Γιαννιτσιώτηδες |
κλητική | Γιαννιτσιώτη | Γιαννιτσιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Γιαννιτσιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Γιαννιτσιώτης < πατριδωνυμικό Γιαννιτσιώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Γιαννιτσιώτης αρσενικό (θηλυκό Γιαννιτσιώτη ή Γιαννιτσιώτου)