Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Γιαννιτσιώτισσα οι Γιαννιτσιώτισσες
      γενική της Γιαννιτσιώτισσας των Γιαννιτσιωτισσών
    αιτιατική τη Γιαννιτσιώτισσα τις Γιαννιτσιώτισσες
     κλητική Γιαννιτσιώτισσα Γιαννιτσιώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γιαννιτσιώτισσα < Γιαννιτσιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʝa.niˈt͡sço.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γιαν‐νι‐τσιώ‐τισ‐σα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Γιαννιτσιώτισσα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Γιαννιτσιώτης