Γεροντιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝe.ɾonˈdʝo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γε‐ρο‐ντιώ‐της
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- Γεροντιώτης < Γέροντ(ας) + -ιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓεροντιώτης αρσενικό (θηλυκό Γεροντιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από οικισμό με το όνομα Γέροντας ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά
επεξεργασία- Γέροντας
- Γεροντιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Γεροντιώτης
|
Ετυμολογία 2
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Γεροντιώτης | οι | Γεροντιώτηδες |
γενική | του | Γεροντιώτη* | των | Γεροντιώτηδων |
αιτιατική | τον | Γεροντιώτη | τους | Γεροντιώτηδες |
κλητική | Γεροντιώτη | Γεροντιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Γεροντιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Γεροντιώτης < πατριδωνυμικό Γεροντιώτης
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓεροντιώτης αρσενικό (θηλυκό Γεροντιώτη ή Γεροντιώτου)