Γεραλί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Γεραλί | τα | Γεραλιά |
γενική | του | Γεραλιού | των | Γεραλιών |
αιτιατική | το | Γεραλί | τα | Γεραλιά |
κλητική | Γεραλί | Γεραλιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Γεραλί < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝe.ɾaˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γε‐ρα‐λί
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓεραλί ουδέτερο