Δείτε επίσης: Γεραλή

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Γεραλί τα Γεραλιά
      γενική του Γεραλιού των Γεραλιών
    αιτιατική το Γεραλί τα Γεραλιά
     κλητική Γεραλί Γεραλιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γεραλί < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʝe.ɾaˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Γε‐ρα‐λί

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Γεραλί ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ΦΕΚ 287Α, 10 Οκτωβρίου 1955