Γερακλί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Γερακλί | τα | Γερακλιά |
γενική | του | Γερακλιού & Γερακλίου |
των | Γερακλιών & Γερακλίων |
αιτιατική | το | Γερακλί | τα | Γερακλιά |
κλητική | Γερακλί | Γερακλιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. Δεν συνηθίζεται στον πληθυντικό. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Γερακλί < τουρκική • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝe.ɾaˈkli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γε‐ρα‐κλί
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓερακλί ουδέτερο