Γερακιού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Γερακιού | οι | Γερακιούδες |
γενική | της | Γερακιούς | των | Γερακιούδων |
αιτιατική | τη | Γερακιού | τις | Γερακιούδες |
κλητική | Γερακιού | Γερακιούδες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Γερακιού < γεράκι• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʝe.ɾaˈcu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γε‐ρα‐κιού
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΓερακιού θηλυκό