Γαλίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Γαλίτσα | οι | Γαλίτσες |
γενική | της | Γαλίτσας | — | |
αιτιατική | τη | Γαλίτσα | τις | Γαλίτσες |
κλητική | Γαλίτσα | Γαλίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Γαλίτσα < + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣaˈli.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Γα‐λί‐τσα
Κύριο όνομα
επεξεργασία
Γαλίτσα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Γαλίτσα
|