Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Οζερός
      γενική του Οζερού
    αιτιατική τον Οζερό
     κλητική Οζερέ
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Οζερός < σλαβικής προέλευσης jezero (λίμνη)• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /o.zeˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ο‐ζε‐ρός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Οζερός αρσενικό, μόνο στον ενικό

  1. (υδρωνύμιο) λίμνη της Ελλάδας στην Αιτωλοακαρνανία
     συνώνυμα: Γαλίτσα
  2. (παρωχημένο) χωριό της Φθιώτιδας, πρώην ονομασία του Αγίου Στεφάνου[1]

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ΦΕΚ Α 193, 20 Σεπτεμβρίου 1928 (λήψη αρχείου PDF)