Οζερός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Οζερός | ||
γενική | του | Οζερού | ||
αιτιατική | τον | Οζερό | ||
κλητική | Οζερέ | |||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Οζερός < σλαβικής προέλευσης jezero (λίμνη)• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.zeˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ο‐ζε‐ρός
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΟζερός αρσενικό, μόνο στον ενικό
- (υδρωνύμιο) λίμνη της Ελλάδας στην Αιτωλοακαρνανία
- (παρωχημένο) χωριό της Φθιώτιδας, πρώην ονομασία του Αγίου Στεφάνου[1]
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Οζερός στη Βικιπαίδεια