Γαζαίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Γαζαίος | οι | Γαζαίοι |
γενική | του | Γαζαίου | των | Γαζαίων |
αιτιατική | τον | Γαζαίο | τους | Γαζαίους |
κλητική | Γαζαίε | Γαζαίοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΓαζαίος αρσενικό (θηλυκό Γαζαία)
- κάτοικος της Γάζας
- ※ Αυτή η διατριβή αποδεικνύει ότι οι Γαζαίοι Πατέρες κατασκευάζουν εκείνο τον κρίκο στην αγιοπατερική ιστορική αλυσίδα, ο οποίος συνδέει τον Ευάγριο με την κατοπινή σιναϊτική παράδοση και βέβαια με τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή και, μέσω αυτών, με τη μετέπειτα ασκητική και μυστική ορθόδοξη παράδοση. (*)
Μεταφράσεις
επεξεργασία Γαζαίος
- ↑ Γαζαῖοι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.