Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Γαζαίος οι Γαζαίοι
      γενική του Γαζαίου των Γαζαίων
    αιτιατική τον Γαζαίο τους Γαζαίους
     κλητική Γαζαίε Γαζαίοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γαζαίος < ελληνιστική κοινή Γαζαῖοι[1] < Γᾰ́ζᾰ < εβραϊκή עזה (ʿazzā) < עז ('áz, δυνατός)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Γαζαίος αρσενικό (θηλυκό Γαζαία)

  • κάτοικος της Γάζας
    ※  Αυτή η διατριβή αποδεικνύει ότι οι Γαζαίοι Πατέρες κατασκευάζουν εκείνο τον κρίκο στην αγιοπατερική ιστορική αλυσίδα, ο οποίος συνδέει τον Ευάγριο με την κατοπινή σιναϊτική παράδοση και βέβαια με τον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή και, μέσω αυτών, με τη μετέπειτα ασκητική και μυστική ορθόδοξη παράδοση. (*)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. Γαζαῖοι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.