Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Γαζαία οι Γαζαίες
      γενική της Γαζαίας των Γαζαίων
    αιτιατική τη Γαζαία τις Γαζαίες
     κλητική Γαζαία Γαζαίες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Γαζαία < Γαζαίος + < ελληνιστική κοινή Γαζαῖοι[1] < Γᾰ́ζᾰ < εβραϊκή עזה (ʿazzā) < עז ('áz, δυνατός)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Γαζαία θηλυκό (αρσενικό Γαζαίος)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. Γαζαῖοι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.