Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Βουτζάς οι Βουτζάδες
      γενική του Βουτζά των Βουτζάδων
    αιτιατική τον Βουτζά τους Βουτζάδες
     κλητική Βουτζά Βουτζάδες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βουτζάς < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vuˈd͡zas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βου‐τζάς

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βουτζάς αρσενικό

  1. προάστιο της Σμύρνης
  2. Νέος: οικισμός της Αττικής

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία