Βοσπόρειος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Βοσπόρειος < Βόσπορ(ος) + -ειος
Επίθετο
επεξεργασίαΒοσπόρειος, -α, -ον
Πηγές
επεξεργασία- Βοσπόριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.