Βοσπόριος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Βοσπόριος < Βόσπορ(ος) + -ιος
Επίθετο
επεξεργασία- ο σχετικός με τον Βόσπορος, ο βοσπόρειος
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Βόσπορος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Βοσπόριος | οἱ | Βοσπόριοι | ||||
γενική | τοῦ | Βοσπορίου | τῶν | Βοσπορίων | ||||
δοτική | τῷ | Βοσπορίῳ | τοῖς | Βοσπορίοις | ||||
αιτιατική | τὸν | Βοσπόριον | τοὺς | Βοσπορίους | ||||
κλητική ὦ! | Βοσπόριε | Βοσπόριοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Βοσπορίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Βοσπορίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Βοσπόριος αρσενικό
Αναφορές
επεξεργασία- Βοσπόριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press