Βοβούσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Βοβούσα | ||
γενική | της | Βοβούσας | ||
αιτιατική | τη | Βοβούσα | ||
κλητική | Βοβούσα | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Βοβούσα < σλαβικής προέλευσης Vovŭsa < *Vovosa < *Vavosa < *Avos < ελληνιστική κοινή Αὖος < αρχαία ελληνική Ἀῷος[1] / Ἑῷος < ἀῷος / ἠῷος < πρωτοελληνική *auhṓs (ἠώς) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂éwsōs-
- Βοβούσα < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΒοβούσα θηλυκό
- χωριό της Ελλάδας στο Ανατολικό Ζαγόρι του νομού Ιωαννίνων
- Συγγενικά: → δείτε τη λέξη Αώος
- γυναικείο επώνυμο