Δείτε επίσης: Ἀῷος

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀῷος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀῷος, -α, -ον

  • δωρικός τύπος του ἠῷος
    ※  6ος/5ος πκε αιώνας Βακχυλίδης, Αποσπάσματα, ΠΑΙΑΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ, 4.78 (4.75-4.78)
    χαλκεᾶν δ᾽ οὐκ ἔστι σαλπίγγων κτύπος,
    οὐδὲ συλᾶται μελίφρων
    ὕπνος ἀπὸ βλεφάρων
    ἀῷος ὃς θάλπει κέαρ.
    Οι σάλπιγγες οι χάλκινες πια δε βαράνε,
    δεν κλέβουν απ᾽ τα μάτια το γλυκό
    τον ύπνο
    της αυγής, που τις καρδιές ζεσταίνει.
    Μετάφραση (2012), Θρασύβουλος Σταύρου @greek‑language.gr